Χωρίς Βαρύτητα!

ΤΟ " nο Gravity Zone" αποτελεί το παιδί του ιστότοπου γνωστού ως "ενάντια στην επιπεδούπολη" (antidras.blogspot.gr). Με ορμητήριο αυτό το χώρο, ανοίγουμε τα φτερά μας για πτήσεις προς θαυμαστούς, παράξενους, φιλόξενους κι αφιλόξενους, μα σίγουρα θαυμαστούς ορίζοντες. Μακρινούς ή κοντινούς, "εσωτερικούς" κι εξωτερικούς. Μεταφέρουμε εδώ κι επιλεγμένα κείμενα, δικά μας κι όχι μόνο, από το παλιό μπλογκ. Το "παλιό μας σπίτι" θα συνεχίζει να μας φιλοξενεί και αυτό και να αποτελεί σημείο αναφοράς και για καινούργιες εδώ αναρτήσεις μας.
Η
υπέρβαση των ανθρώπινων όντων προς ανώτερα (κι άρα ποιοτικότερα) επίπεδα ύπαρξης αποτελεί, όπως το βλέπουμε εμείς, αποτέλεσμα των ιδιοτήτων εκείνων που συνιστούν το μεγαλείο του ανθρώπου: Απλότητα, Ανεξαρτησία Αντίληψης, Αμφισβήτηση των συλλογικά αποδεκτών καταστάσεων και παραστάσεων, Περιέργεια, Φαντασία, Εκστατική διαίσθηση, Εκστατικός Θαυμασμός. Κι εμείς σκοπεύουμε στο νέο εγχείρημά μας να αδράξουμε κι αυτές τις ποιότητες που διαμορφώνουν κι ανάλογες διαδρομές κι αφηγούνται ιστορίες για "περιοχές μυθικές ή απαγορευμένες" .
(Ποιοι άραγε ορίζουν τι είναι μύθος ή απαγορευμένο ή απρόσιτο για τις μάζες και πόσοι ακόμη κι αυτοαποκαλούμενοι ή θεωρούμενοι ως "επαναστάτες" ενστερνίζονται αυτές τις οδηγίες;)
Κάτι μέσα μας μάς τρώει να αιωρηθούμε πάνω απ'όλη την ακαμψία και στατικότητα και πάνω απ'όλες τις παρανοήσεις του κόσμου, χαράσσοντας ρότα για τη λεωφόρο των...άστρων! Κάνοντας και μια απαραίτητη στάση στο "Μπαράκι στην Άκρη του Γαλαξία", ωθούμενοι από μια αρχέγονη μέθη, για να γευτούμε παράξενα ελιξίρια, μεθυστικά κοκτέηλ αστρικής σκόνης, κοσμικής ακτινοβολίας και φλεγόμενα υπολείμματα αστρικών (κι όχι μόνο) συστημάτων, με παγάκια από την ουρά αλητήριων αστεροειδών.
Και για να καταφέρουμε αυτά κι ακόμη περισσότερα, πρέπει να αφήσουμε τη...βαρύτητα πίσω μας. Χωρίς να ξεχάσουμε να πατάμε και γερά στο έδαφος!

Bρίσκεστε σε "no Gravity Zone" λοιπόν! Γιατί είμαστε ονειροπόλοι και με αιτία:

ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ (του ανιχνευτή)


Ονειροπόλος είναι αυτός που μπορεί να βρει τον δρόμο του μόνο στο φως του φεγγαριού. Τιμωρία του είναι ότι βλέπει το ξημέρωμα πριν τον υπόλοιπο κόσμο. - ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Αυτή είναι και η κατάρα του! Η πιο γλυκιά και πικρή συνάμα, η πιο αποκηρυγμένη και γι'αυτό ανεκτίμητης αξίας, η πιο επικίνδυνη και γι'αυτό άξια μόνο για όσους αντέχουν να τη βαστάξουν, η πιο μαγική και συνάμα απαιτητική, η πιο δύσκολη να περιγραφεί με τη συνηθισμένη μορφή ανθρώπινης έκφρασης, κατάρα του κόσμου ετούτου.
Αλλά τι θα'τανε ο κόσμος χωρίς τους "καταραμένους" του; Αν όχι καταδικασμένος, από πολύ παλιά, σε έλλειψη οξυγόνου και σε πλήρη μαρασμό;

Ονειροπόλοι είναι αυτοί που, με τις (μυστηριώδεις για την κοινή λογική) ενοράσεις και τα όνειρά τους και τη διάθεσή τους να γυρέψουν την εκπλήρωσή τους, επιτρέπουν ακόμα στη γη να γυρνάει!
Oνειροπόλοι είναι αυτοί που βλέπουν όσα οι πιο πολλοί αδυνατούν ή αρνούνται να δουν, γιατί δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη βολή του δοσμένου, καθιερωμένου πλαισίου. Αυτοί που ανακαλύπτουν τις εικόνες πίσω από τις εικόνες ή ανοίγουν το δρόμο προς νέους κόσμους εκεί όπου οι παλιοί αργοπεθαίνουν και σβήνουν.
Αλλά αυτό έχει πάντα τίμημα και τις περισσότερες φορές πολύ σκληρό.
Ονειροπόλοι είναι κι αυτοί που συχνά οδηγούνται στο γλυκόπικρο καταφύγιο της μοναξιάς και στην τρέλα που επίσης συχνά συνοδεύει την "ιερή μέθη" τους. Αυτοί που, διόλου σπάνια, συντρίβονται κάτω από όλη την κακότητα, τη μικροψυχία και το φθόνο που ξεχειλίζει στον κόσμο.
Αλλά και αυτοί οι οποίοι σαν τους τρελούς αλήτες που σέρνονται από μια πλανεύτρα εσωτερική μούσα: "ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό' (να θυμηθούμε και τον Τζακ Κέρουακ στο βιβλίο του "on the road")

Και αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι... " ο ταξιδιώτης παίρνει μονάχα ένα δρόμο. Ο ονειροπόλος τους παίρνει όλους. "(Julos Beaucarne)

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Η πόλη των ψευδών αναμνήσεων

" Η πόλη των ψευδών αναμνήσεων "


Μία από τις παραποιημένες φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν στο πείραμα της Kimberley Wade. Παλιές φωτογραφίες των συμμετεχόντων επικολλήθηκαν σε κάποια άσχετη φωτογραφία αερόστατου, κατά τρόπο ώστε να παραπέμπουν σε οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος. Από
τους συμμετέχοντες ζητήθηκε έπειτα να καταθέσουν, κατά την πορεία τριών διαδοχικών συνεντεύξεων, όλα όσα μπορούσαν να θυμηθούν σχετικά.
(κλίκαρε πάνω στην εικόνα για μεγένθυση)

Το 1992, ο Jim Coan, φοιτητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Washington, ανέλαβε, ως μέρος μιας ευρύτερης μελέτης υπό την καθηγήτρια του, Elizabeth Loftus, την εκτέλεση ενός πειράματος σε σχέση με τη δυνατότητα εμφύτευσης ψευδών αναμνήσεων σε ανθρώπους. Ο Coan επέλεξε ως υποκείμενα του πειράματος τη μητέρα, την αδερφή και τον δεκατετράχρονο αδερφό του, Chris, παραδίδοντας τους ολιγόλογες περιγραφές τεσσάρων περιστατικών που είχαν λάβει χώρα κατά την παιδική ηλικία του Chris και ζητώντας τους να σημειώσουν μέσα στις επόμενες έξι μέρες όλα όσα περισσότερα μπορούσαν να θυμηθούν σχετικά. Τα τρία από τα αναφερόμενα περιστατικά αντιστοιχούσαν σε πραγματικά γεγονότα, το τέταρτο όμως ήταν φανταστικό και περιέγραφε τον Chris να έχει χαθεί σε ένα εμπορικό mall στην ηλικία των πέντε ετών, να περιμαζεύεται από κάποιον ηλικιωμένο άνδρα, και τελικά να παραδίδεται σώος πίσω στην οικογένεια του. Τις επόμενες πέντε μέρες, ο Chris θυμήθηκε και σημείωσε διάφορες λεπτομέρειες σε σχέση με το φανταστικό περιστατικό: θυμήθηκε ότι ο κύριος που τον είχε περιμαζέψει ήταν σπουδαίος τύπος, θυμήθηκε ότι είχε φοβηθεί πως δε θα έβλεπε την οικογένεια του ποτέ ξανά, θυμήθηκε την κατσάδα που του είχε ρίξει η μητέρα του.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Chris ερωτήθηκε και πάλι. Του ζητήθηκε να βαθμολογήσει τις αναμνήσεις των τεσσάρων περιστατικών σε μια κλίμακα από το 1 ως το 11, όπου το 1 θα αντιστοιχούσε στο πολύ θολό, ενώ το 11 στο εντελώς διαυγές. Για τα τρία αληθή περιστατικά, ο Chris έδωσε βαθμολογίες 1, 10 και 5, ενώ για το φανταστικό περιστατικό με το mall έδωσε 8 - τη δεύτερη υψηλότερη. Επιπλέον, τώρα μπορούσε να θυμηθεί και άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι ο ηλικιωμένος άνδρας φορούσε μπλε φανελένιο πουκάμισο, ότι ήταν φαλακρός και ότι φορούσε γυαλιά. Όταν ενημερώθηκε ότι το ένα από τα τέσσερα περιστατικά ήταν φανταστικό και του ζητήθηκε να το αναγνωρίσει, ο Chris επέλεξε ένα από τα αληθή περιστατικά. Και όταν τελικά του αποκαλύφθηκε ότι το περιστατικό με το mall ήταν πέρα για πέρα φανταστικό, ο Chris δυσκολεύτηκε πολύ να το πιστέψει.

Με κεντρισμένο το ενδιαφέρον, οι Loftus και Coan, σε συνεργασία με άλλα μέλη από την ομάδα, σχεδίασαν ένα νέο πείραμα, βασισμένο στις ίδιες μεθόδους, στο οποίο τη φορά αυτή πήραν μέρος 24 άτομα. Οι έξι από τους συμμετέχοντες -δηλαδή, ένας στους τέσσερις, ή ποσοστό 25%- θυμήθηκαν το ψευδές περιστατικό με το mall, ενώ από αυτούς οι πέντε, όταν τους αποκαλύφθηκε ότι μεταξύ των τεσσάρων περιστατικών το ένα ήταν φανταστικό, υπέδειξαν κάποιο από τα τρία πραγματικά τους βιώματα. Τα ίδια αποτελέσματα επαναλήφθηκαν και σε σειρά άλλων ανάλογων πειραμάτων, από διαφορετικούς ερευνητές, μετά την ανακοίνωση της μελέτης των Loftus και Coan. Ένα 25%, όχι μόνο θυμόταν το ψευδές συμβάν της παιδικής ηλικίας με το mall, αλλά μπορούσε να ανακαλέσει και διάφορες ενδιάμεσες λεπτομέρειες. Έκτοτε, το συγκεκριμένο πείραμα έμεινε γνωστό και πέρασε στη βιβλιογραφία ως τεχνική «Χαμένος στο Mall» («Lost in the Mall» technique - ενδεικτικά μόνο: https://en.wikipedia.org/wiki/Lost_in_the_mall_technique, http://users.ecs.soton.ac.uk/harnad/Papers/Py104/loftus.mem.html).

Η δημοσίευση όλων αυτών τράβηξε την προσοχή ψυχολόγων, ψυχιάτρων και ερευνητικών ιδρυμάτων. Νέα πειράματα διενεργήθηκαν γύρω από το ζήτημα της δυνατότητας εμφύτευσης ψευδών αναμνήσεων, και τα αποτελέσματα ήταν από εντυπωσιακά έως ανησυχητικά. Έτσι, αν ένα 25% είχε αποδειχθεί δεκτικό στην εμφύτευση της ψευδούς ανάμνησης με το εμπορικό mall, ένα ποσοστό 50% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Kimberley Wade, καθηγήτριας ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Warwick της Αγγλίας, μπορούσε να θυμηθεί την εμπειρία μιας πτήσης με αερόστατο που δεν είχε γίνει ποτέ. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η επίδειξη παραποιημένων φωτογραφιών, όπου οι συμμετέχοντες εμφανίζονταν να επιβαίνουν στο καλάθι ενός αερόστατου και να χαμογελούν ξέγνοιαστα, σε υποτιθέμενες παλιές οικογενειακές στιγμές. Σε μία άλλη, τρομακτική περίπτωση, ο John Ingram, αξιωματικός της αστυνομίας και πολιτευτής των Ρεπουμπλικανών στην πολιτεία Washington, κατηγορούμενος από τις δύο του κόρες για σεξουαλική κακοποίηση, θυμήθηκε με λεπτομέρειες μία φανταστική επιμέρους ιστορία κακοποίησης των παιδιών του, που ο Richard Ofshoe, κοινωνιολόγος και ειδικός στο θέμα των κατασκευασμένων αναμνήσεων, του είχε προβάλει ως δήθεν πρόσθετη κατηγορία, προκειμένου να ελέγξει την αξιοπιστία της ομολογίας του. Ο Ingram είχε αρχικά αρνηθεί τα πάντα, όμως, έπειτα από επανειλημμένες ανακριτικές συνεδρίες, είχε τελικά αποδεχθεί όλες τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι κόρες του, μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή σε οργιαστικές σατανιστικές τελετές (σε σχέση με τα προηγούμενα: http://www.bbc.com/news/science-environment-24286258, https://en.wikipedia.org/wiki/Thurston_County_ritual_abuse_case, http://www.spring.org.uk/2008/02/implanting-false-memories-lost-in-mall.php).

 Εκείνο που έγινε πολύ σύντομα φανερό ήταν ότι το φαινόμενο των ψευδών αναμνήσεων αντιστοιχούσε σε μια σύνθετη κατάσταση, με μεγάλο φάσμα υποκατηγοριών και υποπεριπτώσεων. Γι' αυτό και η όλη διαταραχή χαρακτηρίστηκε σύνδρομο: το σύνδρομο των ψευδών αναμνήσεων («false memory syndrome» - https://en.wikipedia.org/wiki/False_memory_syndrome).

Μία από τις πολλές προεκτάσεις του ζητήματος ήταν και η νομική.
Γιατί, εφόσον ψευδείς αναμνήσεις μπορούσαν, αποδεδειγμένα πλέον, να κατασκευάζονται και να ενσωματώνονται σε δικαστικές μαρτυρίες, πόσο αξιόπιστες μπορούσαν να είναι οι όποιες καταθέσεις μαρτύρων, και πόσο μπορούσαν οι δικαστές, ιδίως σε υποθέσεις δίχως απτά στοιχεία, να βασίζονται σε αυτές; Ήδη το 1992, ταυτόχρονα με την έναρξη των πειραμάτων των Coan και Loftus, στην Αμερική είχε ιδρυθεί το «Ίδρυμα για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων», με σκοπό την παροχή νομικών συμβουλών και καλύψεων σε κατηγορούμενους που υποστήριζαν ότι είχαν πέσει θύματα ψευδών αναμνήσεων μαρτύρων («False Memory Syndrome Foundation» - http://www.fmsfonline.org, https://en.wikipedia.org/wiki/False_Memory_Syndrome_Foundation). Κατηγορούμενοι για εγκλήματα παιδικής κακοποίησης -αθώοι και ένοχοι- ήταν από τους πρώτους που προσέφυγαν στις υπηρεσίες του, καθώς τα κατηγορητήρια τους βασιζόταν συνήθως σε μαρτυρικές καταθέσεις συμβάντων του παρελθόντος, που πλέον μπορούσαν εύκολα να αμφισβητηθούν και να απορριφθούν στα δικαστήρια. Την ίδια χρονιά είχε ιδρυθεί και το «Innocence Project», ένα ινστιτούτο που προωθούσε την αναψηλάφηση δικαστικών υποθέσεων στις οποίες υπήρχε η υποψία κακοδικίας λόγω, μεταξύ άλλων, λανθασμένων ή και ολότελα ψευδών αναμνήσεων μαρτύρων (http://www.innocenceproject.org).

Πέρα από τα πρακτικά ζητήματα, οι ασχολούμενοι με τη διερεύνηση της όλης ιστορίας δεν άργησαν να φτάσουν και σε ορισμένες περίεργες διαπιστώσεις. Από την αρχή ήταν φανερό ότι οι περισσότερες περιπτώσεις ψευδών αναμνήσεων αφορούσαν άτομα που υποβάλλονταν από ψυχοθεραπευτές σε συνεδρίες αναδρομής υπό ύπνωση, προκειμένου να επαναφέρουν στη μνήμη τους απωθημένα τραυματικά συμβάντα του παρελθόντος και να μπορέσουν έτσι να τα αντιμετωπίσουν. Μεταξύ των ατόμων αυτών, λοιπόν, δύο ασυνήθιστα μοτίβα παράξενων αναμνήσεων διαπιστώθηκε ότι αναδύονταν με αυξημένη συχνότητα. Το πρώτο αφορούσε αναμνήσεις απαγωγής από εξωγήινους - «αναμνήσεις αστρόπλοιων», όπως έμειναν γνωστές («starship memories» - http://news.harvard.edu/gazette/story/2002/10/starship-memories). Το δεύτερο είδος ήταν πιο συχνό και αφορούσε, όπως στην περίπτωση του John Ingram που είδαμε, αναμνήσεις σατανιστικών τελετών. Στην ανάδυση των δύο αυτών μοτίβων αναμνήσεων είχε αναφερθεί ο γνωστός αστροφυσικός και συγγραφέας Carl Sagan, στο βιβλίο του «The Demon-Haunted World: Science as a Candle in the Dark» (https://en.wikipedia.org/wiki/The_Demon-Haunted_World). Πολύ πιο εκτεταμένη, ωστόσο, ήταν η έρευνα του ψυχιάτρου Colin Ross, ο οποίος, μέσα από το βιβλίο «Satanic Ritual Abuse: Principles of Treatment», εξέτασε το φαινόμενο των αναμνήσεων σατανιστικών τελετών υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, εκθέτοντας λιγότερο γνωστές πτυχές του (https://books.google.gr/books/about/Satanic_Ritual_Abuse.html?id=3PkKrgn2CrUC&redir_esc=y). Όπως σημειώνεται από τον Ross, μεταξύ των περιπτώσεων που εξέτασε, τόσο οι άνθρωποι που ανακαλούσαν στη μνήμη τους περιστατικά απαγωγής από εξωγήινους όσο και εκείνοι που διατηρούσαν αναμνήσεις σατανιστικών τελετών ήταν στην πλειοψηφία τους εχέφρονες, συνηθισμένοι κατά τα λοιπά πολίτες, που μάλιστα δυσπιστούσαν έντονα, οι μεν για τις ιστορίες των δε και αντιστρόφως. Ο ίδιος ερευνητής είχε προχωρήσει και σε μία ενδιαφέρουσα επισήμανση: από τα επιστημονικά και διοικητικά μέλη του Ιδρύματος για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων -του ιδρύματος παροχής νομικής στήριξης, στο οποίο αναφερθήκαμε πριν- ένας σημαντικός αριθμός ήταν άνθρωποι που σχετίζονταν με πειράματα ελέγχου του νου μέσω του σχεδίου MKUltra της CIA, έχοντας σε αρκετές περιπτώσεις λάβει χρηματοδότηση από την εν λόγω υπηρεσία (συγκεκριμένα: http://whale.to/c/falsememory.html - για το σχέδιο MKUltra: https://en.wikipedia.org/wiki/Project_MKUltra).

Υπάρχουν πολλά περισσότερα στην ιστορία αυτή, όμως ας αφήσουμε εδώ την ανασκόπηση. Στόχος της ήταν να μας εισαγάγει σε μία συζήτηση για τους αφανείς μηχανισμούς και τις κερκόπορτες της μνήμης - μιας λειτουργίας συνυφασμένης με τη ζωή σε βαθμό ώστε τα προϊόντα της να συγχέονται συχνά με αυτή. Μιλάμε για ένα περίπλοκο σύστημα καταγραφής εικόνων, σκέψεων, πράξεων, συναισθημάτων, προσώπων, χώρου, χρόνου, αισθήσεων, και γενικά εμπειριών κάθε είδους, με «καλωδίωση» που ξεκινά από τον πυρήνα της ύπαρξης και φτάνει ως τη συνείδηση. Βασικά κέντρα της αποτελούν δομές του εσώτερου εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, η παρεγκεφαλίδα, τα βασικά γάγγλια και οι εγκεφαλικές αμυγδαλές, αλλά και νευρωνικά δίκτυα που διατρέχουν όλο τον εγκεφαλικό φλοιό. Δυσλειτουργία του υπερπολύπλοκου αυτού συστήματος, εκτός από συνήθεις σχετικά διαταραχές, του τύπου της αμνησίας ή της παραμνησίας, μπορεί να οδηγήσει και σε πολύ πιο παράξενες καταστάσεις, όπως η υπερθυμησία (εξαιρετικά εκτεταμένη και λεπτομερής μνήμη κάθε σχεδόν μέρας ζωής του ατόμου, γνωστή και ως αυτοβιογραφική μνήμη), η επιλεκτική αμνησία ενός μεμονωμένου γεγονότος (αμνησία που αφήνει ένα κενό στο αρχείο της μνήμης - «lacunar amnesia») ή η αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας (εναλλαγή δύο ή περισσότερων προσωπικοτήτων στη συμπεριφορά του ατόμου, γνωστή και ως διαταραχή πολλαπλών προσωπικοτήτων - ενδεικτικά σε σχέση με τις διάφορες διαταραχές της μνήμης: https://en.wikipedia.org/wiki/Category:Memory_disorders).
 
Στο σχήμα σημειώνονται η αριστερή εγκεφαλική αμυγδαλή, ο ιππόκαμπος και η παρεγκεφαλίδα. Κάθε μία από τις εγκεφαλικές αυτές δομές εξυπηρετεί διαφορετικά είδη μνήμης, με την παρεγκεφαλίδα να είναι υπεύθυνη για τη λεγόμενη διαδικαστική μνήμη, τη μνήμη δηλαδή που σχετίζεται με την εκμάθηση αυτοματοποιημένων διεργασιών (δεξιοτήτων), όπως το δέσιμο των κορδονιών ή η ισορροπία στις δύο ρόδες ενός ποδηλάτου, το δε ζεύγος των εγκεφαλικών αμυγδαλών να σχετίζεται με τη συναισθηματική μνήμη, τη σύνδεση δηλαδή καταστάσεων με συναισθήματα, και ειδικά με το φόβο (όπως όταν π.χ. η θέα ενός φιδιού, μέσω του φόβου, ανασύρει παρόρμηση φυγής). Ο ιππόκαμπος, από την άλλη, εξυπηρετεί τις πιο περίπλοκες λειτουργίες μνήμης, καθώς κωδικοποιεί και αποθηκεύει ολόκληρους νοητικούς χάρτες, όπου δεδομένα χώρου διασυνδέονται και εμπλουτίζονται με σχετικά στοιχεία και λεπτομέρειες.

 Όμως, και πάλι, αντικείμενο μας εδώ δεν είναι οι παθολογικές καταστάσεις μνήμης, αλλά μία συζήτηση για τη φυσιολογική μνήμη και τις επιδράσεις που το περιβάλλον της πόλης μπορεί να ασκεί στη λειτουργία της. Γιατί, εφόσον η πόλη επιδρά, άμεσα ή έμμεσα, σε κάθε σχεδόν παράμετρο της ζωής των πολιτών, θα ήταν παράδοξο να μην επιδρά και στις διεργασίες της μνήμης τους.

Μια τέτοια συζήτηση, λοιπόν, θα μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο επιμέρους βασικές συζητήσεις. Η πρώτη αφορά τη μνήμη της ίδιας της πόλης από πλευράς των κατοίκων. Πρόκειται για ένα θέμα του οποίου πτυχές θίξαμε ήδη μέσα από την υποενότητα "Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες". Εκεί, μιλώντας για το σύστημα χωρικής αντίληψης, είχαμε επισημάνει ένα ενδιαφέρον γεγονός: η μνημονική αποτύπωση της πόλης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις, τόσο ως προς την πραγματική της εικόνα όσο και μεταξύ των κατοίκων.

Σε σχέση με το προηγούμενο, αλλά και γενικότερα για το ζήτημα των επιδράσεων που ασκούν οι σύγχρονες πόλεις στις νοητικές λειτουργίες των κατοίκων τους, έχει συγκεντρωθεί ένας μεγάλος όγκος δεδομένων, προϊόν πολυάριθμων μελετών, εργασιών και αναλύσεων, των τελευταίων κυρίως ετών. Οι έρευνες αυτές -οι οποίες και μαρτυρούν το αυξανόμενο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας γύρω από το θέμα- έχουν καταλήξει σε αναπάντεχα ευρήματα, οδηγώντας σε συμπεράσματα που ξεφεύγουν από τα προφανή. Κομβικές έννοιες σε κάθε έρευνα του είδους αποτελούν η αντιληπτικότητα και η μνήμη. Η πρώτη αναφέρεται στο κατά πόσο πληροφορίες του περιβάλλοντος που συλλαμβάνονται από τις αισθήσεις φτάνουν να εντυπωθούν στη συνείδηση, ενώ η δεύτερη αφορά τη δυνατότητα ανάσυρσης των πληροφοριών αυτών σε δεύτερο χρόνο. Ο διαχωρισμός είναι, βέβαια, σημαντικός αλλά και προβληματικός ταυτόχρονα, καθώς ο ανθρώπινος νους λειτουργεί ως σύνολο, του οποίου οι επιμέρους λειτουργίες είναι δύσκολο να απομονωθούν και να αναλυθούν ξεχωριστά. Όπως και να 'χει, εδώ θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στις λειτουργίες της μνήμης, συμπληρώνοντας τη συζήτηση της υποενότητας "Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες", η οποία περιστράφηκε κυρίως γύρω από τις αντιληπτικές λειτουργίες.

(κλίκαρε πάνω στην εικόνα για μεγένθυση)


Ιούνιος 2014. Παραπλεύρως της πλατείας Κλαυθμώνος, στις ανενεργές εδώ και πολλά χρόνια κυλιόμενες σκάλες προς τον υπόγειο χώρο στάθμευσης της πλατείας, έχει τοποθετηθεί μία πινακίδα LED matrix, στην οποία εναλλάσσονται οι λέξεις «REALITY DECOMPOSED»
(«ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗ»). Το σκηνικό συμπληρώνεται από διάσπαρτα άδεια κουτιά και πολυάριθμα γυαλιστερά αυτοκόλλητα ορθογώνιων σχημάτων και ποικίλων μεγεθών, τα οποία προφανώς παριστάνουν τα αποσυνδεδεμένα μέρη της
«αποσυναρμολογημένης πραγματικότητας». Είναι ζήτημα αν ένας στους εκατό περαστικούς προσέχει την αλλόκοτη γωνιά. Και είναι ένα άλλο ζήτημα πόσοι από αυτούς που θα την προσέξουν θα εγγράψουν στη μνήμη τους το γεγονός σε βαθμό ώστε να θυμηθούν ή έστω
να νιώσουν ασυναίσθητα οτιδήποτε την επόμενη φορά που θα περάσουν από το σημείο. Παρεμπιπτόντως -και αυτό ανήκει σε ένα άλλο κεφάλαιο της συζήτησης περί μνήμης- από την πλατεία Κλαυθμώνος διερχόταν η Θεμιστόκλεια οχύρωση της αρχαίας πόλης των
Αθηνών, τμήματα της οποίας σώζονται ακόμα, εκτεθειμένα σε κοινή θέα (http://mlp-blo-g-spot.blogspot.gr/2016/04/klafthmonos.html). Κάποτε, εκεί τελείωνε η πόλη.


Η σύγχρονη πόλη, λοιπόν, δεν είναι μέρος φιλικό προς τη μνήμη, και αυτό δε χρειάζονται μελέτες για να γίνει φανερό. Αρκεί να αντιδιαστείλει κανείς την καθημερινή ρουτίνα ενός κατοίκου της υπαίθρου ή ενός αστού των παλιών καιρών με εκείνη ενός κατοίκου μιας σημερινής πόλης - και πολύ περισσότερο μιας μεγαλούπολης.
Στην πρώτη περίπτωση, μιλάμε για ένα περιβάλλον περιορισμένης πολυπλοκότητας, γνώριμο και σχετικά σταθερό, με ρυθμό αλλαγών αρκετά αργό ώστε η αποτύπωση και ενσωμάτωση τους στο νοητικό χάρτη των κατοίκων να γίνεται κατά τρόπο ομαλό. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, ο κάτοικος έρχεται αντιμέτωπος με ένα αδιάκοπα μετασχηματιζόμενο περιβάλλον, όπου τα περισσότερα πρόσωπα ανήκουν σε αγνώστους, η κυκλοφορία είναι χαώδης και διαρκώς μεταβαλλόμενη, ενώ ένας κυκεώνας πληροφοριών αποσπά την προσοχή κάθε στιγμή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μνήμη περιορίζεται στο να καταγράφει και να ανασύρει τις σημαντικότερες μόνο πληροφορίες, εκείνες που είναι απαραίτητες για τις άμεσες ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, η μνημονική αποτύπωση της πόλης δεν εμπεριέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα, αλλά μόνο αποσπάσματα της - ένα κολλάζ από επιμέρους κομμάτια.

Η συμπεριφορά αυτή της μνήμης είναι κάτι το γνώριμο σε όλους μας. Μπορεί, για παράδειγμα, να θυμόμαστε ξεκάθαρα την πρόσοψη ενός κεντρικού κτιρίου, αλλά να μη θυμόμαστε τα διπλανά του κτίρια ή να μην μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιος δρόμος διέρχεται πίσω από αυτό. Ακριβώς επειδή είναι καθολικές, εκλαμβάνουμε τέτοιου τύπου ανομοιογένειες στις μνημονικές μας εγγραφές ως φυσικές και αναμενόμενες, θεωρώντας αυτονόητη τη συγκράτηση στοιχείων που μας ενδιαφέρουν και την απόρριψη άλλων, ασήμαντων για εμάς. Στην ουσία, ωστόσο, πρόκειται για μία διαδικασία επιλεκτικής μνήμης. Μέσω αυτής, κάθε κάτοικος καταλήγει σε μία εξατομικευμένη αποτύπωση της πόλης, σε ένα μνημονικό κολλάζ προσαρμοσμένο στα δικά του, ιδιαίτερα δεδομένα. Οι εκδοχές της πόλης που προκύπτουν έτσι είναι εν πολλοίς υποκειμενικές και συχνά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, σε ένα βαθμό, κάθε κάτοικος ζει σε μία δική του πόλη.

Στον πυρήνα όλων αυτών, όμως, υπάρχει η απτή, υλική πόλη. Και, αν η εικόνα της μεταξύ των κατοίκων περνάει μέσα από τη διαδικασία επιλεκτικής μνήμης που περιγράψαμε, η πόλη, με τη σειρά της, επάγει ένα είδος επιλεκτικής αμνησίας, μέσω της ίδιας της δομής.

Ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε διαπιστωθεί σε μελέτες ότι, δίχως προφανείς λόγους, οι κάτοικοι μπορούσαν να θυμηθούν ορισμένες περιοχές της πόλης καλύτερα από άλλες. Το εύρημα είχε τραβήξει την προσοχή αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, που την εποχή εκείνη ήταν επιφορτισμένοι με τη ρυμοτόμηση του μεταπολεμικού αστικού ιστού, και εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψιν ως παράμετρος αστικού σχεδιασμού στις μέρες μας. Από τις πιο γνωστές εργασίες πάνω στο θέμα είναι εκείνη που δημοσίευσε το 1960 ο Αμερικανός πολεοδόμος Kevin Lynch, ο οποίος, στην ανάλυση του, έκανε λόγο για νοητικούς χάρτες («mental maps»), μέσω των οποίων οι κάτοικοι χαρτογραφούν την πόλη στηριζόμενοι σε πέντε κύρια χαρακτηριστικά: «μονοπάτια» («paths»), δηλαδή δρόμους, διαβάσεις, διόδους κλπ., «όρια» («edges»), από τοίχους, γραμμές τρένων, οικοδομικά τετράγωνα κ.α., «επικράτειες» («districts»), που μπορεί να διαχωρίζονται απλώς και βάσει ατμόσφαιρας, «όζους» («nodes»), όπως οδικούς κόμβους, σταθμούς, επίκεντρα κάθε είδους, και τέλος «τοπόσημα» («landmarks»), δηλαδή ψηλά κτίρια, μνημεία ή άλλα ιδιαίτερα γνωρίσματα που διευκολύνουν τον προσανατολισμό στο αστικό τοπίο (σχετικά: https://en.wikipedia.org/wiki/Kevin_A._Lynch, https://books.google.gr/books/about/The_Image_of_the_City.html?id=_phRPWsSpAgC&redir_esc=y).

Η εργασία του Lynch είχε μεγάλη απήχηση, αποτελώντας σημείο εκκίνησης για σειρά άλλων εργασιών τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Από τη σχετική έρευνα προέκυψε ποικιλία συμπερασμάτων, αρκετά από τα οποία αξιοποιήθηκαν ως στοιχεία σύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού, όχι μόνο στη Δύση, αλλά και σε μητροπόλεις του υπόλοιπου κόσμου. Όμως, το γιατί τελικά οι κάτοικοι διατηρούν πιο ολοκληρωμένες αναμνήσεις ορισμένων περιοχών της πόλης απ' ό,τι άλλων παρέμενε ως ερώτημα, και μόνο σχετικά πρόσφατα δημοσιεύτηκαν ερευνητικά δεδομένα ως προς το ζήτημα καθεαυτό. Όπως διαπιστώθηκε, προσλαμβάνουμε και εντυπώνουμε καλύτερα στη μνήμη μας τμήματα της πόλης που έχουν ξεκάθαρη γεωμετρία, ενώ οι αναμνήσεις μας είναι πιο αχνές όταν πρόκειται για τμήματα των οποίων η ρυμοτομία δεν ακολουθεί σαφείς γεωμετρικούς κανόνες. Μεταξύ άλλων, στη σχετική μελέτη διαπιστώθηκε, για παράδειγμα, ότι το πλάτος των δρόμων λειτουργεί ιεραρχικά στην απομνημόνευση τους και ότι διασταυρώσεις που σχηματίζουν ορθές γωνίες εντυπώνονται καλύτερα στη μνήμη απ' ό,τι διασταυρώσεις με γωνίες που απέχουν από τις 90 μοίρες (επιγραμματικά: https://dspace.mit.edu/handle/1721.1/65743 - η πλήρης μελέτη: https://dspace.mit.edu/bitstream/handle/1721.1/65743/748856415-MIT.pdf?sequence=2).

Δε χρειάζεται να επιμείνουμε εδώ στην παράθεση όλων των επιμέρους ευρημάτων. Άλλωστε, το ότι εντυπώνουμε καθαρότερα περιοχές ρυμοτομημένες απ' ό,τι άλλες, με χαοτική δόμηση, είναι κάτι που, και μόνο διαισθητικά, όλοι αντιλαμβανόμαστε. Μεγαλύτερη σημασία έχει η κεντρική χρήση του όρου «αστική γεωμετρία» στην προηγούμενη και σε άλλες μελέτες του είδους. Γιατί εκείνο που τελικά υποδεικνύεται είναι ότι η γεωμετρία της πόλης καθορίζει τόσο την ανάμνηση της όσο και τα κριτήρια με τα οποία η μνήμη καθοδηγείται στην ανάμνηση αυτή. Σαν δακτυλικό αποτύπωμα, μοναδικό για κάθε πόλη και για κάθε περιοχή της πόλης, η βασική μνημονική χαρτογράφηση συνίσταται έτσι, όπως έχουν δείξει οι σχετικές έρευνες, σε μία γεωμετρική σύνοψη από γραμμές και περιγράμματα, με τα ενδιάμεσα τους διαστήματα κενά. Γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι, πριν οι κάτοικοι διαμορφώσουν την προσωπική τους ανάμνηση της πόλης, η πόλη, μέσω της γεωμετρίας της, έχει προκαθορίσει ότι συγκεκριμένα μέρη της θα εντυπώνονται πιο έντονα, ενώ άλλα -τα κενά ανάμεσα στις γραμμές- θα παραμένουν θολά στη μνήμη.

 Σε ένα πιο πρωταρχικό επίπεδο, πριν από δρόμους και  κτίρια, η πόλη είναι γεωμετρία.

Αυτή η σύνδεση μεταξύ γεωμετρίας και μνήμης αποτελεί συνέχεια μιας βαθύτερης σχέσης, αφού, από ένα σημείο και μετά, κάθε γεωμετρία είναι μνήμη και κάθε μνήμη είναι γεωμετρία. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, μιλώντας για γεωμετρία της πόλης και για μνήμη της πόλης, ο συσχετισμός αποκτά πρόσθετο νόημα, καθώς οι μνήμες της πόλης αποτελούν βασικό στοιχείο της όλης γεωμετρίας της. Θέτοντας το με διαφορετικούς όρους, η ταυτότητα της πόλης, η γεωμετρία της με την ευρύτερη έννοια, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις μνήμες που οι κάτοικοι διατηρούν γι' αυτή.

Δεν αποφύγαμε τυχαία εδώ τη χρήση της λέξης «ιστορία». Η ιστορία είναι κάτι το αντικειμενικό, που δεν αλλάζει, ασχέτως ερμηνειών. Οι μνήμες των πολιτών για την πόλη τους, αντιθέτως, είναι δυναμικές και εύπλαστες, μεταβαλλόμενες από γενιά σε γενιά. Αν, λοιπόν, κανείς είχε τη δυνατότητα να χειραγωγεί τις μνήμες των κατοίκων σε σχέση με την πόλη, αν μπορούσε να τις στρέφει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, υπερτονίζοντας επιλεγμένα γεγονότα ως σημεία αναφοράς και υποβαθμίζοντας άλλα με αντίρροπη φόρτιση, θα είχε και τη δυνατότητα να επηρεάζει την ταυτότητα της πόλης στο μυαλό των πολιτών.

Πώς θα μπορούσε να γίνει πρακτικά κάτι τέτοιο; Με πολλούς τρόπους. Και πρώτα-πρώτα, εφόσον κανείς επιδίωκε να χειραγωγήσει τη μνήμη, θα ξεκινούσε από τα μνημεία.

Είναι χαρακτηριστικές οι τηλεοπτικές εικόνες ξεσηκωμένων πολιτών που με μανία ξηλώνουν από τα βάθρα τους αδριάντες και άλλα μνημεία καταρρέοντων απολυταρχικών καθεστώτων. Εκ πρώτης όψεως, αντιδράσεις αυτού του είδους ξενίζουν, υπό την έννοια ότι, εν μέσω μεγάλων ανακατατάξεων στη ζωή τους, ορισμένοι εμφανίζονται να έχουν σαν πρώτο τους μέλημα το ξήλωμα μνημείων. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα αποκάλυπτε ότι τέτοιες πράξεις δε συνιστούν τυφλά ξεσπάσματα οργής αλλά στοχευμένες ενέργειες, που σκοπό έχουν την κατάργηση των συμβόλων του παλιού καθεστώτος. Τα μνημεία αποτελούν το ισχυρότερο είδος συμβόλων, καθώς συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, προβάλλοντας το ταυτόχρονα ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Το ξήλωμα τους, λοιπόν, σαν ουσιαστική και συμβολική πράξη, στοχεύει, όχι τόσο στο παρόν -αυτό συνήθως έχει ήδη κριθεί όταν τα πράγματα φτάνουν σε τέτοιο σημείο- αλλά στη διαγραφή της μνήμης του παρελθόντος, και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, και στη διαγραφή του παρελθόντος του ίδιου.

Ανατροπές τέτοιας μορφής και έντασης δεν παρατηρούνται, βέβαια, στις δημοκρατίες. Ακόμη περισσότερο σε αυτές, όμως, τα μνημεία των πόλεων λειτουργούν ως φάροι μνήμης και ταυτότητας, ενώ σε περιόδους πολιτικής αστάθειας δεν είναι ασυνήθιστες οι συγκρούσεις -υπόγειες, κατά κύριο λόγο- για τον έλεγχο τους. Λέγοντας έλεγχο στην προκειμένη περίπτωση, εννοούμε χειρισμό ή και αλλαγή των μηνυμάτων με τα οποία τα μνημεία είναι συνδεδεμένα. Ενέργειες όπως επιλεκτικοί βανδαλισμοί, ανάδειξη αντι-μνημείων και προπαγάνδα αλλοίωσης του αρχικού νοήματος μνημείων-συμβόλων συγκαταλέγονται στις σχετικές κινήσεις. Έτσι, ακόμη κι αν ο δράστης δεν το συνειδητοποιεί, η κόκκινη ή μαύρη μπογιά σε ένα βανδαλισμένο άγαλμα π.χ. λιγότερο στοχεύει στο να επικαλύψει τη μορφή του και περισσότερο στο να επικαλύψει το μήνυμα της τοποθέτησης του με το μήνυμα της πράξης διαμαρτυρίας. Και τελικά, είναι αυτή η δεύτερη που μένει στη μνήμη των περαστικών.

Υπάρχουν και πιο εκλεπτυσμένες μέθοδοι «υφαρπαγής μνήμης μνημείων». Όπως υπάρχουν και τακτικές κινήσεις διαφόρων άλλων ειδών στους πολέμους αυτούς της μνήμης. Μεταξύ των πιο συνηθισμένων είναι η αλλοίωση του αρχικού νοήματος επετείων, συνήθως σε συνδυασμό με την καθιέρωση νέων, καθώς και η μετονομασία οδών, πλατειών, σταθμών, στάσεων κλπ. Ειδικά η τελευταία αποτελεί διαδεδομένη πρακτική παγκοσμίως, και είναι ενδεικτική σε βαθμό ώστε από τις αλλαγές στα ονόματα κεντρικών δρόμων ή πλατειών πρωτευουσών να μπορεί κανείς συνήθως να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα για τα πολιτικά τεκταινόμενα και τις ανατροπές διαφόρων περιόδων.

Στην Αθήνα, για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα, η πλατεία Ομονοίας είχε αρχικά ονομαστεί πλατεία Ανακτόρων, καθώς εκεί προβλεπόταν να κτιστούν τα βασιλικά ανάκτορα. Όταν ο σχεδιασμός άλλαξε, η πλατεία μετονομάστηκε σε "Όθωνα", για να πάρει τελικά το 1862 το σημερινό της όνομα, ως ορόσημο συμφιλίωσης των Ορεινών και των Πεδινών, αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων της εποχής. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας ονομάστηκε έτσι το 1932, ενώ προηγουμένως ονομαζόταν λεωφόρος Κηφισίας. Το αρχικό όνομα της πλατείας Βικτωρίας ήταν "Κυριακού", μετονομάστηκε όμως προς τιμήν της βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία το 1864 είχε παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα ως δώρο για την ενθρόνιση του ανιψιού της, πρίγκιπα της Δανίας Γουλιέλμου Γεωργίου. Η πλατεία Αμερικής αρχικά ονομαζόταν πλατεία Ανθεστηρίων, καθώς, ως εξοχή τότε, αποτελούσε τόπο εορτασμού της Πρωτομαγιάς. Αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Αγάμων, λόγω -σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή- μιας κεφάτης παρέας ορκισμένων εργένηδων που σύχναζαν σε καφενείο της περιοχής και οι οποίοι είχαν δημιουργήσει κίνημα κατά του γάμου επ' αφορμή δημοσιεύματος του 1887 στην "Εφημερίδα των Κυριών", που εξέδιδε η Καλιρρόη Παρρέν, το οποίο καλούσε σε φορολόγηση των άγαμων ανδρών άνω των 30 ετών προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ανύπαντρων γυναικών. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι όταν ένας από τους «άγαμους», ο Γεώργιος Περπινιάς, ενέδωσε και παντρεύτηκε παρά τις πεποιθήσεις του μια γυναίκα που αμέσως μετά αποδείχθηκε δύστροπη, «έφερεν ένα κάρρο, εφόρτωσεν επάνω του τα έπιπλα της με όλην την προίκα και, αφού εξαπέστειλε την νεόνυμφον εις τους γονείς της», επέστρεψε στους άγαμους φίλους του. Τελικά, το 1927, το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε για την πλατεία το όνομα "Αμερικής", ως ένδειξη αναγνώρισης του φιλελληνισμού που είχαν επιδείξει οι πολίτες των ΗΠΑ. Οι οδοί Πανεπιστημίου και Πατησίων, πάλι, μετονομάστηκαν το 1945 και το 1946 αντίστοιχα σε "Ελευθερίου Βενιζέλου" η πρώτη και σε "28ης Οκτωβρίου" η δεύτερη (το τμήμα της από την οδό Πανεπιστημίου ως την πλατεία Αμερικής), όμως τα ονόματα αυτά ποτέ δεν «κόλλησαν» και οι δύο δρόμοι παρέμειναν γνωστοί με τα αρχικά τους ονόματα. Δεν είναι όλες οι μετονομασίες του είδους επιτυχημένες, και μερικές φορές οι αλλαγές απλά δε γίνονται αποδεκτές από τη συλλογική μνήμη των κατοίκων (περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες, μαζί με έναν μεγάλο όγκο επιπρόσθετων πληροφοριών, μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη "Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία" - ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

Σε μια πόλη όπως η Αθήνα, όπου κάθε πέτρα έχει και μια αρχαία ιστορία να διηγηθεί, οι απόηχοι του παλιού πολλές φορές υπερισχύουν έναντι του αρχαίου. Λογικό, αφού οι δεκαετίες βρίσκονται πιο κοντά στις ανθρώπινες κλίμακες απ' ό,τι οι αιώνες ή οι χιλιετίες. Τέτοιες υπομνήσεις του χθες, δοσμένες με τον πιο άμεσο τρόπο, απαντώνται διάσπαρτες σε όλη την πόλη.

Μια πιθανή ένσταση στα προηγούμενα θα ήταν ότι, σαφώς η ιστορική μνήμη των πολιτών αποτελεί μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης και άσκησης χειρισμών, όμως η διαχρονική αυτή σύγκρουση είναι κάτι το ευρύτερο και δε σχετίζεται άμεσα ούτε περιορίζεται στην πόλη. Εκείνο που θα παρέβλεπε μια τέτοια θεώρηση, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η πόλη δεν αποτελεί απλώς τόπο διαβίωσης αλλά έναν ολόκληρο κόσμο, και για την ακρίβεια τον κόσμο όπου οι αστοί περνούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Οι μνήμες των κατοίκων έχουν, έτσι, ως βασικό υπόστρωμα την πόλη, με την οποία και είναι βιωματικά συνυφασμένες. Επομένως, οτιδήποτε σχετίζεται με τη μνήμη του άμεσου περιβάλλοντος τους, δηλαδή την πόλη, επιδρά αυτομάτως και στην αίσθηση ταυτότητας τους. Αλλάζοντας οι μνήμες αυτές, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες αυτοπροσδιορίζονται. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται στα συμπεράσματα της μελέτης του αρχιτέκτονα Mahsan Mohsenin περί αστικής μνήμης, που προαναφέραμε: «...Ο Kevin Lynch διερεύνησε επίσης τη συνάφεια μεταξύ της μνήμης ενός τόπου και της ατομικής αίσθησης ταυτότητας, που οδηγεί σε μια καλύτερη συναίσθηση του τόπου. Διατύπωσε την άποψη ότι η ευκρινής αίσθηση του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο οι άνθρωποι διαβιούν συνδέεται μέσω μιας περίπλοκης σχέσης με την αίσθηση ταυτότητας τους και με τη θέση τους στην κοινωνία (Lynch, 1960; 6). Ένα απροβλημάτιστο περιβάλλον, του οποίου οι άνθρωποι έχουν πιο ολοκληρωμένη μνήμη, θα μπορούσε, έτσι, να βελτιώσει τα ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά της ταυτότητας και της ένταξης. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι νιώθουν ότι ανήκουν σε μια περιοχή, τόσο πιο ασφαλείς αισθάνονται. Οι αρμόδιοι σχεδιασμού θα έπρεπε, για το λόγο αυτό, να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε τοπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που δημιουργούν πιο έντονες εικόνες...» Και, βέβαια, όταν μιλάμε εδώ για πόλη, δεν αναφερόμαστε μόνο στον καθεαυτό αστικό ιστό αλλά και στη γενική αίσθηση της πόλης. Σε μητροπόλεις του μεγέθους της Αθήνας, υπάρχουν ολόκληρες συνοικίες τις οποίες αρκετοί κάτοικοι δεν πρόκειται να διασχίσουν ποτέ, όμως αυτό δεν τους εμποδίζει να τις θεωρούν «δικά τους μέρη», αισθανόμενοι ότι τους αφορά πολύ περισσότερο τι συμβαίνει σε αυτές παρά στο σύνολο των γειτονικών πόλεων. Κατ' επέκταση, εφόσον κανείς εστίαζε περισσότερο στη σύνδεση μεταξύ τόπου κατοικίας και αίσθησης ταυτότητας, θα διαπίστωνε ότι, όχι πλέον η πόλη, αλλά η συνοικία ή ακόμη και η γειτονιά αποτελούν πολλές φορές τα καθοριστικότερα κριτήρια αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων, σε σημείο ώστε π.χ. συχνά να εκδηλώνεται πολύ πιο έντονος φανατισμός σε αναμετρήσεις τοπικών πρωταθλημάτων απ' ό,τι σε αγώνες εθνικού ή διεθνούς επιπέδου. 

Η Αθήνα του 1873 (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Η φωτογραφία μόνο στα γενικά θυμίζει το σήμερα. Περισσότεροαπό την εικόνα, είναι η μνήμη της πόλης που της προσδίδει την αίσθηση της ταυτότητας και της συνέχειας.
 
Κάπου εδώ, όμως, οδηγούμαστε στο ίδιο κομβικό σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Μιλήσαμε για το πώς η πόλη επιδρά στον τρόπο που οι κάτοικοι την καταγράφουν στη μνήμη τους και για τη σημασία που έχουν οι εγγραφές αυτές στην αίσθηση ταυτότητας τους. Ωστόσο, όπως επισημάναμε στην αρχή, υπάρχει και ένα δεύτερο βασικό σκέλος στη συζήτηση περί μνήμης και πόλης. Αφορά, όχι πλέον τη μνήμη της πόλης, αλλά τη μνήμη του εαυτού μέσα στην πόλη.

Αποτελεί κοινό τόπο το ότι η μνήμη μας δεν είναι αλάνθαστη και ότι συστηματικά στρογγυλεύει ή συμπιέζει τις εγγραφές της προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Λίγοι μπορούν να θυμηθούν τι ακριβώς έκαναν πριν από μία εβδομάδα, ενώ δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει μπερδέψει τις μέρες επιχειρώντας να ανατρέξει ακόμη και σε πρόσφατα γεγονότα. Πρόκειται για τη γνώριμη, φυσιολογική αμνησία/παραμνησία που προκύπτει από το γεγονός ότι η μνήμη απωθεί τις εγγραφές που δεν έχουν άμεση χρησιμότητα, διατηρώντας στο προσκήνιο εκείνες που είναι πιο ζωτικής σημασίας. Όμως, πέρα από τις συνήθεις αυτές μικροαστοχίες, οι περισσότεροι βιώνουν και πολύ πιο ακραίες, πολύ πιο θορυβώδεις δυσλειτουργίες της μνήμης τους. Από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα είναι εκείνο που αφορά το φαινόμενο déjà vu, το οποίο, σύμφωνα με μελέτες, βιώνει μία τουλάχιστον φορά στη ζωή του το 60-70% των ανθρώπων. Συνίσταται στην ξαφνική, έντονη αίσθηση ότι τα γεγονότα ή τις περιστάσεις στις οποίες υπόκειται το άτομο τις έχει δει ή βιώσει ξανά κατά το παρελθόν. Για την ακρίβεια, μεταξύ διαφόρων ενδιάμεσων παραλλαγών, υπάρχουν δύο βασικά υποφαινόμενα: το καθεαυτό «déjà vu», που στα γαλλικά σημαίνει «ήδη ιδωμένο» και στο οποίο προεξάρχει η εντύπωση της οικειότητας, και το «déjà vécu», που σημαίνει «ήδη βιωμένο» και είναι εκείνο που οι περισσότεροι εννοούν όταν αναφέρονται σε «déjà vu», κατά το οποίο το άτομο δεν έχει απλώς ανάμνηση της τρέχουσας περίστασης αλλά μία ολοκληρωμένη αίσθηση προηγούμενου βιώματος, συνοδευόμενη συχνά από μια εντύπωση προαίσθησης του τι πρόκειται να επακολουθήσει. Οι εμπειρίες του είδους σπανίως διαρκούν πάνω από μισό λεπτό, και ενώ σε μερικές περιπτώσεις συνδέονται με επιληψία του κροταφικού λοβού, γενικά, αφορούν υγιή άτομα. Όσο για την εξήγηση τους, η αύρα υπερβατικού που τις χαρακτηρίζει έχει δώσει γένεση σε διάφορες παραψυχολογικές και θρησκειολογικές προσεγγίσεις, με αναφορές, μεταξύ άλλων, σε προηγούμενες ζωές και παράλληλες Πραγματικότητες. Τις τελευταίες, απορρίπτουν, βέβαια, οι πιο πραγματιστικές αλλά πάντως αντικρουόμενες θεωρίες των νευροεπιστημόνων, που αναζητούν τις απαντήσεις σε επίπεδο νευρώνων. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι ότι κατά τη διάρκεια τέτοιων επεισοδίων η μνήμη ξεφεύγει από την κανονική της λειτουργία. Αλλά, και από τη δική τους μεριά, όσοι έχουν βιώσει déjà vu ή déjà vécu συμφωνούν ότι η ανεξίτηλα γοητευτική αίσθηση αποκάλυψης των εμπειριών αυτών εμπίπτει σε ένα επίπεδο κατανόησης πολύ διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απευθύνονται οι όποιες θεωρητικές προσεγγίσεις (συνοπτικά για το φαινόμενο déjà vu: https://en.wikipedia.org/wiki/D%C3%A9j%C3%A0_vu - στο άρθρο των New York Times της διεύθυνσης http://www.nytimes.com/2006/07/02/magazine/02dejavu.html παρουσιάζονται, μαζί με άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, οι περιπτώσεις δύο ανθρώπων που βρίσκονταν σε μόνιμη κατάσταση déjà vécu, φτάνοντας στο σημείο να χάσουν κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε γύρω τους, καθώς είχαν την αίσθηση ότι τα πάντα είχαν ξανασυμβεί και τους ήταν γνωστό τι θα επακολουθούσε).

Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η μνήμη μας ενίοτε δυσλειτουργεί, και λίγο-πολύ το έχουμε βιώσει όλοι. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η πόλη ενορχηστρώνει τέτοιες στρεβλώσεις της μνήμης, κατά πόσο τις προκαλεί. Μια τέτοια επίδραση θα σήμαινε ότι η πόλη επενεργεί άμεσα στην ίδια την προσωπικότητα μας. Γιατί η μνήμη είναι ο θεματοφύλακας της προσωπικότητας. Και, εν πολλοίς, είμαστε αυτοί που θυμόμαστε ότι είμαστε.

Είναι από δύσκολο έως αδύνατο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα με αντικειμενικούς όρους. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετρηθεί η συχνότητα déjà vu ανά περιοχές της πόλης; Ή, πώς θα μπορούσαν να διακριβωθούν μοτίβα επιλεκτικής αμνησίας μεταξύ των κατοίκων; Και, πώς θα διασφαλιζόταν ότι τα όποια συμπεράσματα θα ήταν απαλλαγμένα από τις επιδράσεις των μυριάδων άλλων πιθανών και απίθανων εκλυτικών παραγόντων; Τέτοια ζητήματα μπορούν να προσεγγιστούν βιωματικά και διαισθητικά περισσότερο παρά επιστημονικά, καθώς, πέρα από ένα όριο, όχι απλώς δεν υπάρχουν μελέτες, αλλά και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Υπό αυτό το πρίσμα, θα λέγαμε ότι, με δεδομένες την πολυπλοκότητα, την πολυμέρεια και την επαναληψιμότητα του αστικού περιβάλλοντος αφενός, και τα όσα είδαμε για την πλαστικότητα της μνήμης αφετέρου, η πόλη προδιαθέτει τουλάχιστον σε αυξημένες αστοχίες της μνήμης.



Στο τέλος της μέρας, ο κάτοικος της πόλης έχει εκτεθεί σε ερεθίσματα, καταστάσεις και αναγκαιότητες, το φάσμα και ο ρυθμός εναλλαγής των οποίων υπερβαίνουν κατά πολύ τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος, στο οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίχθηκε επί σειρά εκατομμυρίων ετών.


Όσο για την ουσία του ερωτήματος, ναι, πέρα από τις συνήθεις μικροαστοχίες, η πόλη μπορεί να παίζει και πολύ πιο σύνθετα παιχνίδια με τη μνήμη των κατοίκων. Παιχνίδια, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν κενά μνήμης αλλά και αναμνήσεις πραγμάτων που δε συνέβησαν ποτέ. Είδαμε πόσο εύκολο είναι να εμφυτευθούν ψευδείς αναμνήσεις: το 25% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Elizabeth Loftus θυμόταν να έχει χαθεί ως παιδί σε κάποιο mall, ενώ ένα 50% στο πείραμα της Kimberley Wade μπορούσε να ανακαλέσει κάτι τόσο εξεζητημένο όσο μια πτήση με αερόστατο. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια λογικοφανής περίσταση, ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι κάτι μπορεί να έχει πράγματι συμβεί, και μια χρονική απόσταση από το υποτιθέμενο συμβάν, προκειμένου ο εγκέφαλος να πλάσει μια ανάμνηση που θα γέμιζε το κενό. Η πόλη παρέχει τα δομικά υλικά για τέτοιες καταστάσεις σε αφθονία. Παρέχει, επίσης, αναρίθμητες αντανακλάσεις του εαυτού, παραμορφωμένες και αποσπασματικές συνήθως, μπροστά στις κάθε είδους βιτρίνες της.

Μνήμη της πόλης - πόλη της μνήμης...

Είπαμε, πέρα από ένα σημείο οι γενικεύσεις χάνουν το νόημα τους και κάθε τέτοια συζήτηση υποχρεωτικά εξατομικεύεται. Μπορεί το 25% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Loftus και το 50% στο πείραμα της Wade να βρέθηκαν δεκτικοί στην εμφύτευση αναμνήσεων, όμως ένα 75% και 50% αντίστοιχα παρέμειναν ανεπηρέαστοι. Και μεταξύ αυτών, ωστόσο, οι περισσότεροι θα αποδεικνύονταν δεκτικοί σε άλλου είδους χειρισμούς. Κάθε μνήμη, όπως και κάθε πόλη, έχει τις δικές της κερκόπορτες, τους δικούς της λαβυρίνθους, και τελικά τα δικά της φαντάσματα.


Τα παραπάνω ήταν αποσπάσματα από μια εκτενέστατη κι εντυπωσιακή έρευνα (που ουδόλως στερείται επιστημονικού υπόβαθρου) του iranon.gr για μια "άλλη Αθήνα": ιστορίες και εικόνες μέσα σε και πίσω από εικόνες, παράξενες γεωμετρίες, "ρήγματα" μέσα στη συνηθισμένη ροή πραγματικότητας και αστικής ρουτίνας, σύμβολα και μυστικές διαδρομές και δονήσεις-μηνύματα για έναν αναζητητή που διασχίζει την πόλη με "άλλα μάτια" και μιας άλλης ποιότητας προσοχή! Κι όλα αυτά να αποτελούν κομμάτι ενός πολύ μα πολύ ευρύτερου, αχανούς και πολυδιάστατου παζλ, με εκπληκτικές και απρόσμενες προεκτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το ίδιο το σύμπαν και ερμηνεύουμε την "πραγματικότητα".
 (Το σάιτ αυτό περιλαμβάνει τρεις "ερευνητικές διαδρομές": Πεντέλη - Αθήνα - (υπόλοιπη) Ελλάδα και σας συμβουλεύουμε να τις ακολουθήσετε, με την υποψία ότι το μόνο που θα χάσετε με την περιήγησή σας σε αυτές θα είναι η διάθεση να κλείσετε τον υπολογιστή και να πάτε επιτέλους για ύπνο...Όπως συνέβη, ας πούμε, σε εμάς!)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου